- προσιστᾷ
- πρόσ-ἱστάωpres subj mp 2nd sgπρόσ-ἱστάωpres ind mp 2nd sg (epic ionic)πρόσ-ἱστάωpres subj act 3rd sgπρόσ-ἱστάωpres ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσίστα — προσί̱στᾱ , προσίστημι set against imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) προσίστᾱ , προσίστημι set against pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίστημι — και προσιστῶ, άω, Α [ἵστημι] 1. φέρνω και στήνω κοντά ή απέναντι («μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου πρὸς κῡμα», Ευρ.) 2. ζυγίζω («μὴ προσίστα τοῡτό μοι τοὐστοῡν», Μάχ.) 3. (σχετικά με πληγή) συμπλησιάζω τα άκρα, ενώνω τα χείλη 4. σταματώ 5.… … Dictionary of Greek